Το Ανώτατο «άδειασε» την Αστυνομία

0
8936

Εκτεθειμένη αφήνει την Αστυνομία Κύπρου απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για πρωτοφανή υπόθεση, η οποία συνδέεται με τη δολοφονία νεαρής μητέρας από 35χρονο και αυτοχειρία του τελευταίου πριν από περίπου δυο χρόνια.

Του Φάνη Μακρίδη
(δημοσιεύτηκε στον Πολίτη στις 13/07/2021)

Το δευτεροβάθμιο δικαστικό όργανο και συγκεκριμένα η δικαστής, Α. Πούγιουρου, την περασμένη Παρασκευή (09/07), ενέκρινε αίτημα αστυνομικού για ακύρωση εντάλματος έρευνας που εκτελέστηκε σε βάρος του (certiorari) τον Νοέμβριο του 2019.

Το ενδιαφέρον σημείο έχει να κάνει με τους λόγους που κατέληξε στην πιο πάνω απόφαση το Ανώτατο Δικαστήριο. Έκρινε πως οι ανακριτές οι οποίοι χειρίστηκαν την υπόθεση σε βάρος του αστυφύλακα, με τον τρόπο που ενήργησαν καταπάτησαν συνταγματικό δικαίωμα του ελεγχόμενου και συγκεκριμένα αυτό του απορρήτου της αλληλογραφίας.

Στις 21 Νοεμβρίου του 2019, υπαστυνόμος, μέλος του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας, στη βάση διατάγματος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, μετέβη στον αστυνομικό σταθμό που υπηρετεί ο εν λόγω αστυφύλακας και εκτέλεσε ένταλμα έρευνας στο γραφείο του και στον γραφειακό του εξοπλισμό. Παράλληλα, προέβη και σε κατάσχεση των δυο κινητών τηλεφωνικών συσκευών του με σκοπό να εξασφαλίσει μέσω διαταγμάτων πρόσβαση στις κλήσεις και τα γραπτά του μηνύματα.

Από τη στιγμή που ο αστυφύλακας ελεγχόταν για πλημμελήματα (κατάχρηση εξουσίας, δόλου και κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό και παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου) δεν δικαιολογείτο η παραβίαση του απορρήτου της αλληλογραφίας του και η δέσμευση των τηλεφώνων του. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει υπό ειδικές συνθήκες. Δηλαδή, ο ελεγχόμενος να είναι αντιμέτωπος με ποινικά αδικήματα που σε περίπτωση καταδίκης επισύρουν ποινή φυλάκισης πέραν των πέντε ετών.

Το πιο πάνω τόνισε και σε απόφαση της η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παρπαρίνος, Λιάτσος, Σταματίου, Γιασεμή, Μαλαχτός) στις 8 του περασμένου Απριλίου. Τότε κλήθηκε να αποφασίσει κατά πόσον θα δώσει άδεια στον εφεσείοντα αστυνομικό προκειμένου να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση ακυρωτικού διατάγματος (certiorari) σε σχέση με το σε βάρος του ένταλμα έρευνας.

Όπως φαίνεται και από την σχετική απόφαση (08/04/2021), οι πέντε δικαστές του Ανωτάτου, αποδέχθηκαν το βασικό νομικό επιχείρημα του συνήγορου του αστυνομικού, Γιώργου Χριστοφίδη, καταλήγοντας πως δεν μπορούσε η Αστυνομία να προχωρήσει σε παράκαμψη του «δικαιώματος σεβασμού και διασφαλίσεως του απορρήτου της αλληλογραφίας ως και πάσης άλλης επικοινωνίας αυτού…». 

Δεύτερο «άδειασμα»
Ο επιεικώς άστοχος τρόπος με τον οποίο έτυχε χειρισμού η υπόθεση από τις αστυνομικές αρχές, αναδείχθηκε όταν αυτή επανήλθε για εξέταση στην πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Α. Πούγιουρου).

Κατά τη δικαστική διαδικασία εξέτασης του αιτήματος του αστυνομικού για ακύρωση του σε βάρος του εντάλματος έρευνας, η Νομική Υπηρεσία υπέβαλε ένσταση, την οποία απέσυρε λίγες ημέρες αργότερα κατόπιν δεύτερων σκέψεων.

Απόλυτα ενδεικτικά είναι τα όσα καταγράφει στην απόφασή της (09/07), η Δικαστής του Ανωτάτου, Α. Πούγιουρου: «Κατά την ακρόαση της αίτησης η εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι μελετώντας τον όρκο, το ένταλμα έρευνας και την απόφαση της Ολομέλειας (σ.σ. του Ανωτάτου Δικαστηρίου) φαίνεται ότι προέκυπτε ζήτημα παραβίασης του συνταγματικού δικαιώματος του απορρήτου της αλληλογραφίας που προνοείται από το άρθρο 17 του Συντάγματος. Η παραβίαση αυτή προκύπτει, κατά την άποψή της, από την κατάσχεση των προσωπικών κινητών τηλεφώνων του αιτητή. Μετά τη δήλωσή της αυτή ζήτησε όπως αποσύρει την ένστασή της που είχε ήδη καταχωρήσει».

Αξίζει , πάντως, να σημειωθεί ότι ο αστυνομικός το 2018 είχε καταγγείλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαφθορά στο κυπριακό αστυνομικό σώμα.

«Αδυναμία της Αστυνομίας»
Ο δικηγόρος του αστυφύλακα, Γιώργος Χριστοφίδης (Ορφανίδης Χριστοφίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε), με δηλώσεις του στον «Πολίτη» αναφέρθηκε στους λόγους στους οποίους ­-όπως είπε- «βασίστηκε η επιτυχία της υπόθεσης».

«Με το ένταλμα έρευνας η Αστυνομία κατάσχεσε δυο ιδιωτικές τηλεφωνικές συσκευές του πελάτη μας» είπε αρχικά και πρόσθεσε: «Ηταν η θέση μας εξ’ υπαρχής πως  δεν είχε τη δυνατότητα να τις κατασχέσει επειδή τα υπό διερεύνηση αδικήματα δεν αφορούσαν φόνο εκ προμελέτης ή ανθρωποκτονίας, εμπορίας ενηλίκων ή ανηλίκων προσώπων, παιδικής πορνογραφίας, εμπορίας, προμήθειας, καλλιέργειας ή παραγωγής ναρκωτικών φαρμάκων, ψυχοτρόπων ουσιών ή επικίνδυνων φαρμάκων, αδικήματα που σχετίζονται με το νόμισμα ή το χαρτονόμισμα της Δημοκρατίας και αδικήματα διαφθοράς για τα οποία προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω».

Ο κ. Χριστοφίδης πρόσθεσε: «Κατ΄έφεση το Δικαστήριο έκρινε πως δεν υπήρχε εύλογη αιτία για την κατάσχεση τηλεφωνικών συσκευών. Κατά συνέπεια, εφόσον κατασχέθηκαν, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 17 του Κυπριακού Συντάγματος και συγκεκριμένα του απορρήτου της αλληλογραφίας και κάθε άλλης επικοινωνίας. Αποτέλεσμα ήταν η ακύρωση του εντάλματος και η αδυναμία της Αστυνομίας να προχωρήσει σε διώξη του πελάτη μας».

Τον στοχοποίησαν με αφορμή αποκάλυψη πληροφοριών για τον υπαίτιο της τραγωδίας

Η Αστυνομία στράφηκε εναντίον του εν λόγω αστυφύλακα, κατόπιν κριτικής που άσκησε ο γράφων στο αστυνομικό σώμα (δημοσίευμα στις 03/07/2019), για την πρωτοφανή τραγωδία που είχε σημειωθεί στην Λεμεσό το καλοκαίρι του 2019.

Τα ξημερώματα της 29ης Ιουνίου του 2019, στο πεδίο βολής Αγίας Φύλας, 35χρονος είχε αφαιρέσει τη ζωή 26χρονης, πρώην συντρόφου του και μητέρας ενός παιδιού, κι εν συνεχεία προέβη σε αυτοχειρία. Χρησιμοποίησε και στις δυο περιπτώσεις κυνηγετικό όπλο.

Όπως είχαμε αποκαλύψει τότε μέσω δημοσιεύματος στο διαδίκτυο, ο δράστης τέσσερα χρόνια πριν γίνει το έγκλημα και συγκεκριμένα στις 27/07/2015, πάλι μετά από ερωτική απογοήτευση, είχε πάρει το κυνηγετικό όπλο από το σπίτι του και είχε αναφέρει σε οικείο του πρόσωπο ότι θα αυτοκτονούσε. Εν τέλει δεν υλοποίησε τις απειλές του κι επέστρεψε στην οικία όπου διέμενε.

Για το συμβάν του 2015 και την κατάληξή του ήταν ενήμερο από την πρώτη στιγμή το προσωπικό του αστυνομικού σταθμού Πολεμιδιών, μέλος του οποίου είχε σημειώσει στο ηλεκτρονικό ημερολόγιο παραπόνων και συμβάντων τα εξής (μεταφέρουμε αυτούσια): «Εν όψει των πιο πάνω για τον Σταθμό θέμα λήξαν». Δεν είχαν γίνει περαιτέρω ενέργειες.

Στο σχόλιό μας είχαμε ασκήσει κριτική στην Αστυνομία, σημειώνοντας πως θα έπρεπε από τον Ιούλιο του 2015, όταν είχε σημειωθεί το πρώτο περιστατικό -βάσει της επικρατούσας πρακτικής και της ακολουθητέας διαδικασίας- να είχε αφαιρεθεί το όπλο από τον δράστη του φονικού.

Σε μεταγενέστερο δημοσίευμα επικαλούμασταν πανομοιότυπες περιπτώσεις, κατά τις οποίες η Αστυνομία είχε ενεργήσει με αυτό τον τρόπο, δεσμεύοντας επιθετικά όργανα από άτομα τα οποία είχαν εκφράσει απειλές για άσκηση βίας, είτε εναντίον άλλων προσώπων, είτε σε βάρος τους.

Άλλοι 11…
Η Αστυνομία, ωστόσο, δεν αναζήτησε ενδεχόμενες ευθύνες στις τάξεις της για την τραγωδία που σημειώθηκε το καλοκαίρι του 2019. Όπως καταμαρτυρούν τα γεγονότα, η προσοχή της στράφηκε στον τρόπο με τον οποίο αντλήσαμε πληροφορίες.

Στις 21 Νοεμβρίου του 2019 και σχεδόν τέσσερις μήνες μετά την τραγωδία, υπαστυνόμος που βρισκόταν σε τμήμα του Αρχηγείου Αστυνομίας εκτέλεσε ένταλμα έρευνας σε βάρος του αστυνομικού, ο οποίος υπηρετούσε σε σταθμό της Λευκωσίας και ελεγχόταν για τις κατηγορίες που αναφέραμε πιο πάνω. Θεωρούσαν τον τελευταίο υπεύθυνο για διαρροή πληροφοριών.

Το αξιοπερίεργο είναι ότι, όπως παραδέχεται ο υπαστυνόμος/εξεταστής της υπόθεσης, πρόσβαση στο ημερολόγιο ενεργειών του Αστυνομικού Σταθμού Πολεμιδιών πριν από το δημοσίευμα που προκάλεσε απαρέσκεια και εν τέλει την ποινική έρευνα σε βάρος αστυνομικού, είχαν ακόμη 11 μέλη της δύναμης. Παρ΄ όλα αυτά η προσοχή εστιάστηκε μόνο στον συγκεκριμένο αστυφύλακα που υπηρετούσε στη Λευκωσία.

Εδώ να σημειωθεί πως ο επικεφαλής των εξετάσεων για την υπόθεση, ζήτησε να λάβει κατάθεση και από τον γράφοντα στις 07/03/2020. Παραδώσαμε ιδιοχείρως σημείωμα με το οποίο ξεκαθαρίζαμε πως δεν έχουμε να δηλώσουμε τίποτα ούτε και να δώσουμε οποιεσδήποτε ενδείξεις σε ό,τι αφορά τις πηγές μας.

Να σημειωθεί ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε η ακρίβεια των πληροφοριών που δημοσιεύσαμε. Αυτό αποτυπώνεται και στη δικογραφία. Μεταξύ άλλων, στην απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου τον περασμένο Απρίλιο, σημειώνονται τα ακόλουθα: «Οι λεπτομέρειες που αναφέρονταν στο άρθρο, όσον αφορά στο συγκεκριμένο περιστατικό, ήταν τέτοιας ακρίβειας, ώστε δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο αρθρογράφος είχε πρόσβαση κατά κάποιο τρόπο, στο Ηλεκτρονικό Ημερολόγιο Παραπόνων του αστυνομικού σταθμού Πολεμιδιών».

Δεν απασχόλησαν, με απλά λόγια, τα σοβαρά γεγονότα που ίσως και να οδήγησαν στον φόνο μια νεαρής μάνας, αλλά η έγνοια τους ήταν πώς αποκαλύψαμε την αλήθεια… 

Leave a Reply