«Όχι» Ανωτάτου σε έξι πρόσωπα για περιεχόμενο επικοινωνίας που εμπλέκει και πρώην υπουργό

0
5271

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε χθες το πρωί αίτημα έξι φυσικών προσώπων και της δικηγορικής εταιρείας «Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ», που αιτήθηκαν να ακυρωθεί διάταγμα πρόσβασης στο περιεχόμενο επικοινωνίας τους, το οποίο είχε εξασφαλίσει η Αστυνομία στο πλαίσιο διερεύνησης υπόθεσης πολιτογραφήσεων.

ΤΟΥ ΦΑΝΗ ΜΑΚΡΙΔΗ

Το αστυνομικό Σώμα είχε εξασφαλίσει διάταγμα από Επαρχιακό Δικαστήριο και το οποίο την εξουσιοδοτούσε να έχει πρόσβαση σε επικοινωνία που είχαν τα ύποπτα πρόσωπα μεταξύ τους κατά την περίοδο μεταξύ 2011 – 2021. Οι αστυνομικές εξετάσεις αφορούσαν τη διάπραξη αδικημάτων που ενδεχομένως να διαπράχθηκαν στο πλαίσιο προγράμματος  πολιτογραφήσεων ξένων επενδυτών και την έκδοση κυπριακών διαβατηρίων.

Τα έξι φυσικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων είναι δύο νομικοί του δικηγορικού γραφείου «Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ», αιτήθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο την ακύρωση του επίδικου διατάγματος. Το περιεχόμενο επικοινωνίας των προαναφερθέντων αφορά και τον πρώην υπουργό Μεταφορών, Μάριο Δημητριάδη, μέλη της οικογένειας του οποίου είναι στελέχη της δικηγορικής εταιρείας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο με τη χθεσινή του απόφαση απέρριψε τις θέσεις των αιτητών και έκανε δεκτούς τους λόγους ένστασης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, όπως αναπτυχθήκαν κατά την ακρόαση της υπόθεσης  από τον Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄, Ανδρέα Αριστείδη.

Η θέση των αιτητών ήταν ότι το συγκεκριμένο διάταγμα πρόσβασης σε ιδιωτική επικοινωνία, που εκδόθηκε στη βάση των προνοιών του Ν.216(Ι)/15, έπρεπε να ακυρωθεί, αφού εξουσιοδοτούσε πρόσβαση σε επικοινωνία τους, η οποία έλαβε χώρα μεταξύ των ετών 2011-2015, δηλαδή σε χρόνο πριν την θέσπιση του Ν.216(Ι)/15.

Ουσιαστικά οι αιτητές εισηγούνταν ότι ο Ν.216(Ι)/15 δεν μπορούσε να εφαρμοστεί αναδρομικά, ώστε να εκδοθεί διάταγμα  που να επιτρέπει πρόσβαση σε επικοινωνία η οποία έλαβε χώρα  πριν τη ψήφιση του. Η θέση των αιτητών ήταν ότι η επικοινωνία τους μεταξύ των ετών 2011 – 2015 ήταν απόλυτα προστατευμένη και συνεπώς η Αστυνομία δεν θα μπορούσε να την αξιοποιήσει ως μαρτυρία.

Ο κ. Αριστείδης, από την πλευρά του, τόνισε ότι το ουσιαστικό δικαίωμα των αιτητών σε προστασία της επικοινωνίας τους είχε ήδη περιοριστεί από το ίδιο το Σύνταγμα κατά το έτος 2010 με την τροποποίηση του άρθρου 17 (6η τροποποίηση Συντάγματος). Συνεπώς, υποστήριξε, μεταξύ των ετών 2011 – 2015, η επικοινωνία που είχαν οι ύποπτοι μεταξύ τους και η οποία ενδέχεται να είναι σχετική με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, δεν τύγχανε συνταγματικής προστασίας. Επιπλέον, εισηγήθηκε ότι ο Ν.216(Ι)/15 είναι διαδικαστικής φύσεως, αφού προβλέπει απλώς τη διαδικασία εξασφάλισης δικαστικού διατάγματος για πρόσβαση σε ιδιωτική επικοινωνία στις περιπτώσεις που επιτρέπει το Σύνταγμα και δεν άπτεται  της ίδιας της προστασίας του ατομικού δικαιώματος. Κατ’ επέκταση δεν τίθεται ζήτημα απαγορευμένης αναδρομικής ισχύς του Νόμου.

Σε ό,τι αφορά το ανακριτικό έργο για την υπόθεση, η Αστυνομία έχει λόγους να πιστεύει ότι προέκυψαν αδικήματα σε σχέση με τις πολιτογραφήσεις 19 επενδυτών. Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία που συνέλλεξαν οι ανακριτές, για την προσέλκυση ενδιαφερομένων διαδραμάτιζε καταλυτικό ρόλο άνδρας που είναι παντρεμένος με υπάλληλο της κινεζικής Πρεσβείας.

Τα χρήματα, σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα, καταβάλλονταν από τους ενδιαφερόμενους για απόκτηση κυπριακού διαβατηρίου και εν συνεχεία μέσω εταιρειών, μέρος των ποσών των επενδύσεων κατέληγαν σε τρίτο πρόσωπο.

Η προαναφερθείσα απόφαση του Ανωτάτου επιτρέπει στην Αστυνομία και τη Νομική Υπηρεσία να αξιοποιήσουν μαρτυρία που προκύπτει από επικοινωνία υπόπτων, στην προσπάθειά τους να στοιχειοθετηθούν κατηγορίες. Το μεγαλύτερο μέρος της ποινικής διερεύνησης έχει ολοκληρωθεί. Πληροφορίες μας κάνουν λόγο για χιλιάδες εγγράφων που έχουν συλλεχθεί και μελετούνται στη Νομική Υπηρεσία για να συνταχθεί το κατηγορητήριο, το οποίο βρίσκεται υπό επεξεργασία.

Leave a Reply