Άδειασε την Αστυνομία το Ανώτατο -Η υπόθεση συνδέεται με τον 35χρονο που αφαίρεσε τη ζωή νεαρής μάνας στη Λεμεσό

0
8144
Στην είσοδο του πεδίου βολής Αγίας Φύλας εντοπίστηκαν τα άψυχα σώματα 26χρονης και 35χρονου, ο οποίος φέρεται να πυροβόλησε την πρώην κοπέλα του και να έθεσε τέρμα στη ζωή του.

Δικαστική απόφαση με προεκτάσεις έλαβε το Ανώτατο Δικαστήριο την Παρασκευή 9 Ιουλίου και η οποία αφήνει εκτεθειμένο το αστυνομικό σώμα σε σχέση με υπόθεση που συνδέεται με τον φόνο νεαρής μάνας από τη Λεμεσό και αυτοχειρίας του δράστη. Το έγκλημα διεπράχθη στις 29 Ιουνίου του 2019.

Το δευτεροβάθμιο δικαστικό όργανο ενέκρινε το αίτημα αστυνομικού για ακύρωση (certiorari) εντάλματος έρευνας που είχε εκτελεστεί σε βάρος του και αφού πρώτα κατέληξε πως η Αστυνομία ενήργησε κατά τρόπο με τον οποίο παραβίασε το συνταγματικό δικαίωμα (άρθρο 17) του απορρήτου της αλληλογραφίας του εν λόγω μέλους της δύναμης.

Η Αστυνομία στράφηκε εναντίον του αστυνομικού, όταν δέχθηκε κριτική το αστυνομικό σώμα από τον υπογράφοντα (δημοσίευμα στις 03/07/2019), για τον φόνο της νεαρής μάνας και την αυτοχειρία του δράστη με το ίδιο κυνηγετικό όπλο.

Όπως είχαμε αποκαλύψει τότε, ο δράστης τέσσερα χρόνια πριν γίνει το έγκλημα και συγκεκριμένα στις 27/07/2015, πάλι μετά από ερωτική απογοήτευση, είχε πάρει το κυνηγετικό όπλο από το σπίτι του και είχε αναφέρει σε οικείο του πρόσωπο ότι θα προέβαινε σε αυτοχειρία. Εν τέλει δεν υλοποίησε τις απειλές του κι επέστρεψε σπίτι.

Για το συμβάν του 2015 και την κατάληξή του ήταν ενήμερος από την πρώτη στιγμή και ο αστυνομικός σταθμός Πολεμιδιών, μέλος του οποίου είχε σημειώσει στο ηλεκτρονικό ημερολόγιο παραπόνων και συμβάντων (μεταφέρουμε αυτούσια): «Εν όψει των πιο πάνω για τον Σταθμό θέμα λήξαν». Δεν είχαν γίνει περαιτέρω ενέργειες.

Στο σχόλιό μας είχαμε ασκήσει κριτική στην Αστυνομία, σημειώνοντας πως θα έπρεπε από τον Ιούλιο του 2015, όταν είχε σημειωθεί το πρώτο περιστατικό -βάσει της επικρατούσας πρακτικής και της ακολουθητέας διαδικασίας- να είχε αφαιρεθεί το όπλο από τον δράστη του φονικού τον Ιούνιο του 2019.

Σε μεταγενέστερο δημοσίευμα επικαλούμασταν πανομοιότυπες περιπτώσεις, κατά τις οποίες η Αστυνομία είχε ενεργήσει με αυτό τον τρόπο, δεσμεύοντας επιθετικά όργανα από άτομα τα οποία είχαν εκφράσει απειλές για άσκηση βίας είτε εναντίον άλλων προσώπων, είτε σε βάρος τους.

Άλλοι 11 είχαν πρόσβαση την ίδια μέρα
Η Αστυνομία δεν αναζήτησε ενδεχόμενες ευθύνες στις τάξεις της για την τραγωδία που σημειώθηκε το καλοκαίρι του 2019. Όπως καταμαρτυρούν τα γεγονότα, η προσοχή της στράφηκε στον τρόπο με τον οποίο πιθανόν να αντλήσαμε πληροφορίες.

Στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου έτους υπαστυνόμος που βρισκόταν σε τμήμα του Αρχηγείου Αστυνομίας εκτέλεσε ένταλμα έρευνας σε βάρος αστυνομικού, ο οποίος υπηρετεί σε σταθμό της Λευκωσίας. Το ένταλμα αφορούσε έρευνα του Αστ. Σταθμού της Λευκωσίας στον οποίο υπηρετούσε ο συγκεκριμένος αστυφύλακας και ειδικότερα του γραφείου και του γραφειακού εξοπλισμού που φέρεται να χρησιμοποιούσε. Τελικά, δεσμεύτηκαν και δυο συσκευές τηλεφώνου που του ανήκαν.

Για τον τελευταίο θεωρήθηκε πως υπήρχαν βάσιμες υποψίες ότι έδωσε πληροφορίες στον γράφοντα. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του εξεταστή της υπόθεσης, ο εν λόγω αστυνομικός είχε πρόσβαση στο ημερολόγιο ενεργειών και παραπόνων του Αστυνομικού Σταθμού Πολεμιδιών την ημέρα του δημοσιεύματος.

Το αξιοπερίεργο είναι ότι, όπως παραδέχεται ο υπαστυνόμος/εξεταστής της υπόθεσης, πρόσβαση στο ημερολόγιο ενεργειών του Αστυνομικού Σταθμού Πολεμιδιών είχαν ακόμη 11 μέλη της δύναμης.

Εδώ να σημειωθεί πως ο υπαστυνόμος που ήταν επικεφαλής των εξετάσεων για την υπόθεση, ζήτησε να λάβει κατάθεση και από τον γράφοντα στις 07/03/2020. Παραδώσαμε ιδιοχείρως σημείωμα με το οποίο ξεκαθαρίζαμε πως δεν έχουμε να δηλώσουμε τίποτα ούτε και να δώσουμε οποιεσδήποτε ενδείξεις σε ό,τι αφορά τις πληροφορίες που εξασφαλίσαμε.

Άδειασμα από Ολομέλεια Ανωτάτου
Το Ανώτατο Δικαστήριο (ολομέλεια) στις 8 Απριλίου του 2021 εξετάζοντας έφεση του αστυνομικού προκειμένου να λάβει άδεια για αίτηση έκδοσης εντάλματος certiorari, «άδειασε» την Αστυνομία για τον τρόπο που χειρίστηκε την υπόθεση.

Το δευτεροβάθμιο δικαστικό σώμα, έχοντας πενταμελή σύνθεση (Παρπαρίνος, Λιάτσος, Σταματίου, Γιασεμή, Μαλαχτός) αποδέχθηκε πλήρως το νομικό επιχείρημα του δικηγόρου του αστυνομικού, Γιώργου Χριστοφίδη, περί παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος του πελάτη του σε σχέση με το απόρρητο της επικοινωνίας.

Στην απόφασή του εξήγησε πως ο εφεσείων ελεγχόταν για αδικήματα που αποτελούν πλημμελήματα και κατ΄ επέκταση δεν επισύρουν ποινή φυλάκισης πέραν των πέντε ετών σε περίπτωση καταδίκης.

Κατά συνέπεια, όπως εξηγεί στην απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορούσε η Αστυνομία να προχωρήσει σε άρση του «δικαιώματος σεβασμού και διασφαλίσεως του απορρήτου της αλληλογραφίας ως και πάσης άλλης επικοινωνίας αυτού…», όπως προνοείται και από το σύνταγμα.

Προηγουμένως, το Ανώτατο αναφερόταν στην επιχειρηματολογία του συνηγόρου υπεράσπισης: «{…}ο συνήγορος του εφεσείοντος επεσήμανε το εύρος του εντάλματος και διερωτήθηκε ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι παραληφθείσες συσκευές τηλεφώνου θα παράσχουν απόδειξη σε σχέση με την κατ΄ ισχυρισμόν διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων.

Εισηγήθηκε πως αυτές θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο προς αναγνώριση του εφεσείοντος, ως εμπλεκόμενου στη διάπραξη των υπό αναφορά αδικημάτων, μέσω των δεδομένων που τηρούνται στη μνήμη τους και όχι άλλως πως. Συνεπώς, δεν ήταν αναγκαία, ισχυρίστηκε, η παραλαβή τους. Όπως συμπλήρωσε, διαφορετική χρήση των εν λόγω συσκευών θα συνιστούσε παράβαση του θεμελιακού δικαιώματος του εφεσείοντος αναφορικά με το απόρρητο της επικοινωνίας του».

Δεύτερο «άδειασμα»
Ο άστοχος τρόπος με τον οποίο έτυχε χειρισμού η υπόθεση αναδείχθηκε, όταν αυτή επανήλθε για εξέταση στην πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Α. Πούγιουρου).

Όταν η Δικαστής του Ανωτάτου εξέτασε το αίτημα του αστυνομικού για ακύρωση του σε βάρος του εντάλματος έρευνας, η Νομική Υπηρεσία υπέβαλε ένσταση, την οποία απέσυρε λίγες ημέρες αργότερα.

Σύμφωνα με το λεκτικό της απόφασης της περασμένης Παρασκευής (09/07), μετά από απαίτηση της Δικαστού του Ανωτάτου, Α. Πούγιουρου, να αιτιολογήσει η Νομική Υπηρεσία γιατί αποσύρει την ένσταση, δόθηκε η ακόλουθη αιτιολογία: «Κατά την ακρόαση της αίτησης η εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι μελετώντας τον όρκο, το ένταλμα έρευνας και την απόφαση της Ολομέλειας (σ.σ. του Ανωτάτου Δικαστηρίου) φαίνεται ότι προέκυπτε ζήτημα παραβίασης του συνταγματικού δικαιώματος του απορρήτου της αλληλογραφίας που προνοείται από το άρθρο 17 του Συντάγματος. Η παραβίαση αυτή προκύπτει, κατά την άποψή της, από την κατάσχεση των προσωπικών κινητών τηλεφώνων του αιτητή. Μετά τη δήλωσή της αυτή ζήτησε όπως αποσύρει την ένστασή της που είχε ήδη καταχωρήσει».

Τα ερωτήματα και οι προεκτάσεις της υπόθεσης
Τα ερωτήματα δεν τελειώνουν εδώ. Έχουν να κάνουν με τις ακόλουθες παραμέτρους:

• Ο εξεταστής της υπόθεσης στην ένορκό του δήλωση στο Επ. Δικαστήριο Λευκωσίας για εξασφάλιση εντάλματος έρευνας σε βάρος του αστυνομικού, είχε αναφέρει ότι σε βάρος του τελευταίου ότι εξετάζονται αδικήματα (1) κατάχρησης εξουσίας, (2) δόλου και κατάχρησης εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό και (3) παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου.

Πρόκειται για πλημμελήματα που δεν αιτιολογούν την άρση του απορρήτου της αλληλογραφίας. Την ίδια στιγμή, όμως, με βάση τα σημεία 27 και 30 της ενόρκου δηλώσεώς του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο υπαστυνόμος/εξεταστής της υπόθεσης θεωρούσε απόλυτα θεμιτό να δεσμεύσει τα κινητά του αστυνομικού αλλά και να εξασφαλίσει διάταγμα για πρόσβαση στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα και στο γραπτό περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας του αστυνομικού. Κάτι το οποίο δεν μπορούσε να κάνει βάσει της νομολογίας. Οι ενέργειές του σε συνάρτηση με τα αδικήματα που διερευνούσε ήταν αντιφατικές…

• Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης η Αστυνομία εισήλθε χωρίς διάταγμα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή που χειρίζεται ο αστυνομικός στον σταθμό όπου υπηρετεί. Στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που χειρίζονται οι αστυνομικοί έχουν εγκατεστημένα και προσωπικά ηλεκτρονικά ταχυδρομεία (βλ. απόρρητο αλληλογραφίας).

• Επικεφαλής της διερεύνησης της υπόθεσης σε βάρος του αστυνομικού ήταν υπαστυνόμος που υπηρετούσε εκείνη την περίοδο στο Γραφείο Διερεύνησης Θεμάτων Οικονομίας και ΣΠΕ του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας. Το εύλογο ερώτημα που τίθεται βάσει των υπό διερεύνηση αδικημάτων είναι γιατί δεν διερεύνησε την υπόθεση η Υπηρεσία Επαγγελματικών Προτύπων ή το τμήμα Επιθεώρησης κι Ελέγχου, που έχουν την αρμοδιότητα. Αντ΄ αυτού επελέγη ένας αξιωματικός του σώματος που υπηρετούσε σε εντελώς διαφορετικό πόστο.

• Να σημειωθεί ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε η ακρίβεια των πληροφοριών που δημοσιεύσαμε. Αυτό αποτυπώνεται στη δικογραφία. Μεταξύ άλλων αναφέρεται: «Οι λεπτομέρειες που αναφέρονταν στο άρθρο, όσον αφορά στο συγκεκριμένο περιστατικό, ήταν τέτοιας ακρίβειας, ώστε δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο αρθρογράφος είχε πρόσβαση κατά κάποιο τρόπο, στο Ηλεκτρονικό Ημερολόγιο Παραπόνων του αστυνομικού σταθμού Πολεμιδιών». Δεν απασχόλησαν, με απλά λόγια, τα σοβαρά γεγονότα που οδήγησαν στον φόνο μια νεαρής μάνας, αλλά πώς αποκαλύψαμε την αλήθεια…

 

Leave a Reply