Φυλάκιση με αναστολή και πρόστιμο στις αρνητικές πρωταγωνίστριες του επεισοδίου… «cow βυζί» -‘Απύθμενη χυδαιότητα, βαθύ ρατσιστικό μίσος’

0
2354

Φυλάκιση δυο μηνών με αναστολή τριών ετών επέβαλε το Ανώτατο Δικαστήριο στις δυο αδελφές που πρωταγωνίστησαν αρνητικά στο επεισόδιο στη Λάρνακα τον Οκτώβριο του 2019 (05/10/2019) και έμεινε γνωστό ως «cow βυζί».

Ταυτόχρονα τους επέβαλε πρόστιμο.

Αναλυτικά οι ποινές:

Πρώτη εφεσίβλητη
• Στην 1η κατηγορία (υποκίνηση βίας ή μίσους) επιβλήθηκε χρηματική ποινή €3.000.
• Στη 2η κατηγορία (κοινή επίθεση), 2 μήνες φυλάκιση και χρηματική ποινή €300.
• Στην 3η κατηγορία (ανησυχία), 1 μήνα φυλάκιση.
• Στην 4η κατηγορία (απειλή), 2 μήνες φυλάκιση.
• Στην 5η κατηγορία (δημόσια εξύβριση), 15 ημέρες φυλάκιση και χρηματική ποινή €100.
• Στην 6η κατηγορία (συμπεριφορά με την οποία προκαλείται ψυχική βλάβη σε μέλος της οικογένειας), ουδεμία ποινή.

Δεύτερη εφεσίβλητη
• Στην 7η κατηγορία (δημόσια εξύβριση), 15 ημέρες φυλάκιση και χρηματική ποινή €100.
• Στην 9η κατηγορία (κοινή επίθεση), 2 μήνες φυλάκιση και χρηματική ποινή €300.
• Στην 10η κατηγορία (κοινή επίθεση), 2 μήνες φυλάκιση.
• Στην 11η κατηγορία (υποκίνηση βίας ή μίσους), επιβάλλεται χρηματική ποινή €3.000.
• Στην 12η κατηγορία (άσεμνη πράξη), 2 μήνες φυλάκισης.

Στην απόφασή του το Ανώτατο (Λ. Παρπαρίνος, Τ.Θ. Οικονόμου, Ι. Ιωαννίδης), αφού πρώτα παραθέτει στην απόφαση τα αδιάψευστα γεγονότα και τις βρισιές σε βάρος της παραπονούμενης, η οποία κατάγεται από τη Ρωσία και είναι μόνιμος κάτοικος Κύπρου τα τελευταία 20 χρόνια, κάνει λόγο για «απύθμενη χυδαιότητα και ένα βαθύ ρατσιστικό μίσος».

Θυμίζουμε ότι οι δυο αδερφές εξύβρισαν με πρωτοφανή τρόπο την γυναίκα με καταγωγή από τη Ρωσία, όταν η τελευταία προσπάθησε να τους θέσει προ των ευθυνών τους.

Προηγουμένως, είχαν κτυπήσει με το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν, άλλο όχημα που ήταν σταθμευμένο σε χώρο στη Λάρνακα κι επιχείρησαν να διαφύγουν.

«Κακώς η κατηγορούσα αρχή…»
Το Ανώτατο δεν διστάζει να κάνει αναφορά σε παραλείψεις που έγιναν στην πρωτόδικη διαδικασία: «Στο δικαστήριο είχαν αναφερθεί από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής ύβρεις και απειλές που δεν καλύπτονταν από το κατηγορητήριο, αλλά το δικαστήριο διευκρίνισε ότι αυτές δεν θα λαμβάνονταν υπόψιν. Στο δικαστήριο είχε κατατεθεί ολόκληρο το απομαγνητοφωνημένο κείμενο από το βίντεο, του οποίου το κατηγορητήριο δεν αποτελεί παρά μέρος. Κακώς η κατηγορούσα αρχή δεν παρουσίασε πλήρες κατηγορητήριο και ορθά το δικαστήριο περιορίστηκε, από πλευράς λεπτομερειών των κατηγοριών, στα όσα αναφέρονταν στο κατηγορητήριο όπως καταχωρίστηκε».

«Φτωχός και ευτελής, χωρίς αξία…»
Γίνεται λόγος και για ρατσιστική προκατάληψη αλλά και εξευτελιστική κοινωνική και ταξική απαξίωση: «Η παραπονούμενη με αίσθημα κοινωνικής ευθύνης επεδίωξε να σταματήσει την παρανομία που διέπραξαν οι εφεσίβλητες και να διασφαλίσει μαρτυρία. Αυτός ήταν ο σκοπός που άρχισε να τις βιντεογραφεί. Μόλις αυτές κατάλαβαν την ξενική της καταγωγή, αντιλαμβανόμενες ότι καταγόταν από χώρα της ανατολικής Ευρώπης, άρχισαν στην παρουσία του προαναφερθέντος παιδιού της πρώτης εφεσίβλητης και ενός άλλου συγγενικού τους παιδιού, να την βρίζουν, να την απειλούν και να της επιτίθενται, έχοντας ευθέως στόχο την καταγωγή της και την διαστρεβλωμένη τους αντίληψη ότι λόγω της καταγωγής της ήταν φτωχή, που, κατά την πρώτη εφεσίβλητη, στην χώρα της «έπινε γάλα από το βυζί της κατσέλλας» και «έτρωε σκατά», ότι είναι «στερημένη και έφυε που την χώρα της» και στην Κύπρο ήρθε είτε για τα καπαρέ, είτε για να την πάρει σπίτι της να καθαρίσει τα παράθυρα και τα πατώματα της «επειδή είναι από τη Ρουμανία», ή ότι, κατά τη δεύτερη εφεσίβλητη «βρωμεί σκατά», ενώ η πρώτη εφεσίβλητη κατά τη διάρκεια του επεισοδίου δήλωνε «κρατούμε αυτοκίνητο 30 σιλιάες…αγόρασα το εχτές…τούτη 30 σιλιάες εν εκράεν», «σε μια βδομάδα βκάλω 30 σιλιάες».

Αυτά δεν αποτέλεσαν μέρος των λεπτομερειών του κατηγορητηρίου, όμως λαμβάνονται υπόψιν ως προσδιοριστικά του κλίματος μέσα στο οποίο διαπράχθηκαν τα αδικήματα, ένα κλίμα όχι μόνο ρατσιστικής προκατάληψης, αλλά και εξευτελιστικής κοινωνικής και ταξικής απαξίωσης με την εντύπωση και μόνο ότι ο συνάνθρωπος τους ήταν, ως εκ της καταγωγής του, φτωχός και ευτελής, χωρίς αξία».

«…αστοχία στο δικαστικό έργο»
Διατυπώνεται η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κακώς αντιμετώπισε την υπόθεση ως συνηθισμένη και έκανε λόγο για «αστοχία στο δικαστικό έργο», αλλά και παράλειψη της κατηγορούσας αρχής.

«Αρχίζοντας από τις κατηγορίες που στηρίζονται στον Ποινικό Κώδικα διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο τις αντιμετώπισε ως εάν να επρόκειτο για συνηθισμένες περιπτώσεις διάπραξης τέτοιων αδικημάτων σε ένα καθημερινό πλαίσιο» αναφέρεται χαρακτηριστικά, ενώ αφού πρώτα γίνεται αναφορά σε απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης, συμπληρώνεται το εξής: «…τούτο αποτελούσε σοβαρή αστοχία στο δικαστικό έργο, αλλά και σοβαρή παράλειψη της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάσει την υπόθεση στην ορθή και πλήρη νομική της διάσταση».

«Εγκλήματα μίσους»
Ένα βασικό σημείο που θίγει το Ανώτατο, έχει να κάνει με την ουσία της υπόθεσης: «Είναι φανερό ότι το δικαστήριο παρέλειψε να αποδώσει την δέουσα ή και οποιαδήποτε σημασία στο κίνητρο της προκατάληψης, το οποίο μετατρέπει τα κοινά ή βασικά αδικήματα του Ποινικού Κώδικα («basic crimes») σε «εγκλήματα μίσους» («hate crimes»). Αυτή ήταν η ουσία της υπόθεσης».

Η πιο πάνω θέση αιτιολογείται από το Ανώτατο, το οποίο επικαλείται Νόμο που έχει εισαχθεί στο εθνικό δίκαιο για σκοπούς εναρμόνισης με την Απόφαση-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2008 για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου.

Και σημειώνει στην απόφασή του το δευτεροβάθμιο δικαστικό σώμα: «Οι 1η και 11η κατηγορίες αποδίδουν στις εφεσίβλητες το αδίκημα της «ρητορικής μίσους» («hate speech») ή, όπως πιο εύστοχα εντοπίζεται διατυπωμένος ο όρος, ‘έγκλημα εκφοράς ρατσιστικού λόγου’ με δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους. Οι υπόλοιπες κατηγορίες αποδίδουν στις εφεσίβλητες τα λεγόμενα ‘εγκλήματα μίσους’ («hate crimes»)».

«Διέλαθε εντελώς της προσοχής του πρωτόδικου δικαστηρίου»
Στη συνέχεια το Ανώτατο, αφού αναφέρεται σε νομικά σημεία, καταλήγει ότι «παρά την ασυγκράτητη χυδαιότητα και την μανιώδη προκατάληψη των εφεσιβλήτων, δεν επρόκειτο για περίπτωση οργανωμένης υποκίνησης μίσους ή βία».

Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με την απόφαση του Ανωτάτου, «gια τους λόγους που εξηγήσαμε δεν θα επέμβουμε σε ότι αφορά στην επιλογή του δικαστηρίου να επιβάλει χρηματική ποινή, την οποία όμως, λαμβάνοντας υπόψιν τη φύση του αδικήματος και το προβλεπόμενο από το Νόμο όριο χρηματικής ποινής, θεωρούμε υπέρμετρα χαμηλή».

Προσθέτει, όμως, ότι «οι καθαυτών πράξεις των εφεσιβλήτων αποτελούσαν εκδηλώσεις ‘εγκλήματος μίσους’ και όχι απλές παραβιάσεις του Ποινικού Κώδικα, κάτι που διέλαθε εντελώς της προσοχής του πρωτόδικου δικαστηρίου».

Αιτιολόγηση για ποινή φυλάκισης
Το Ανώτατο αιτιολογεί και γιατί η πιο αρμόζουσα ποινή ήταν αυτή της φυλάκισης: «Εν προκειμένω, με τον δέοντα σεβασμό, δεν ευσταθεί η εισήγηση της υπεράσπισης ότι οι εφεσίβλητες αντέδρασαν επειδή η παραπονούμενη τις βιντεογραφούσε. Το κίνητρο τους είχε σαφώς εκφύγει από τα στενά αυτά πλαίσια. Ήταν χωρίς αμφιβολία ρατσιστικό. Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ναι μεν οι εφεσίβλητες έθεσαν στην παραπονούμενη ‘γιατί τους βκάλει φωτογραφίες’, αλλά αυτό έγινε εν μέσω μιας κατευθείαν και συνεχούς υβριστικής επίθεσης η οποία δεν είχε απλώς στο επίκεντρο της τη ρατσιστική προκατάληψη, αλλά ήταν μια αδιάλειπτη καθ’ ολοκληρίαν ρατσιστική επίθεση.

Όπως έχουμε αναφέρει ανωτέρω δεν τέθηκε θέμα διαφοροποίησης της ποινικής μεταχείρισης μεταξύ των δύο εφεσιβλήτων ως εκ του ρόλου της κάθε μιας στο επεισόδιο. Η πρώτη εφεσίβλητη φαίνεται να ήταν πιο υβριστική, όμως η συμπεριφορά της δεύτερης εφεσίβλητης παρέμενε εξίσου σοβαρή εφόσον επιτέθηκε δύο φορές στην παραπονούμενη με αποκορύφωμα το εξευτελιστικό φτύσιμο και μάλιστα όταν η πρώτη εφεσίβλητη είπε «εννα της δώσω μια πατσαρκά, να δεις ήντα που να της κάμω» η δεύτερη «περιαυτολογώντας» την ενθάρρυνε λέγοντας της «εγώ έδωκα της θκυο (δύο)». Η ρατσιστική επίθεση εκδηλώθηκε ταυτόχρονα και από τις δύο εφεσίβλητες, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα εντοπισμού διακριτού ρόλου. Ακόμα και αν θα μπορούσε να λεχθεί ότι αντέδρασαν λόγω της βιντεογράφησης και, περαιτέρω έστω και αν τούτο θα μπορούσε να θεωρηθεί, υπό τις περιστάσεις, πρόκληση, η ρατσιστική επίθεση δεν παύει να είναι τέτοια όταν υπάρχει πρόκληση εκ μέρους του θύματος, λ.χ. ενόχληση από ένα μετανάστη στην πολυκατοικία όπου διαμένουν με τον δράστη, εάν η πράξη οφείλεται στο μίσος που διαμορφώνεται εναντίον του θύματος λόγω της ένταξης του στη συγκεκριμένη ομάδα (βλ. «Η ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην Ελλάδα», ανωτέρω). Τέτοια ήταν η υπό κρίση περίπτωση. Στην παραδοχή δεν θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία, εφόσον δεν υπήρχαν περιθώρια αμφισβήτησης των γεγονότων. Ασφαλώς δε δεν επρόκειτο για παρεξήγηση και δυσκολία συνεννόησης, όπως το έθεσε η υπεράσπιση. Είναι όμως γεγονός ότι οι εφεσίβλητες και ιδίως η πρώτη εφεσίβλητη, έχουν ήδη υποστεί σοβαρή εξωδικαστηριακή τιμωρία λόγω του δημόσιου διασυρμού τους και των συνεπειών του. Είναι επίσης γεγονός ότι δεν επρόκειτο για οργανωμένη και προσχεδιασμένη εκδήλωση ρατσισμού, αλλά για ένα επεισόδιο ακραία απερίσκεπτης, αντικοινωνικής, ανάγωγης και εν τέλει ανόητης συμπεριφοράς.

Αυτά όμως δεν το αποχρωματίζουν ως επεισόδιο ρατσιστικού μίσους ώστε να έπρεπε να επιβληθούν αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές και όχι να περιοριστεί η επιμέτρηση τους στα συνήθη πλαίσια.

Περαιτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε θεωρώντας ότι η παραπονούμενη δέχθηκε μόνο φραστική επίθεση και ότι οι εφεσίβλητες δεν της επιτέθηκαν με την χρήση σωματικής βίας. Όμως με βάση τα γεγονότα δέχθηκε επίθεση από αμφότερες, περιλαμβανομένου και εξευτελιστικού φτυσίματος από τη δεύτερη εφεσίβλητη.
Αρμόζουσα ήταν η ποινή φυλάκισης».

Η κατάληξη
Το Ανώτατο καταλήγει εξηγώντας το σκεπτικό με το οποίο η φυλάκιση που επιβάλλει είναι με αναστολή: «Οι ποινές να συντρέχουν. Λαμβάνοντας υπόψιν το χρόνο που παρήλθε και τις συνέπειες που εξωδικαστηριακά υπέστησαν μέσα στην ίδια την κοινωνία οι εφεσίβλητες στο μεταξύ και με δεδομένο ότι δεν επρόκειτο για ένα οργανωμένο επεισόδιο ρατσιστικής βίας, θεωρούμε ότι υπάρχουν περιθώρια αναστολής εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης, υπό τον όρο ότι οι εφεσίβλητες δεν θα τελέσουν άλλο αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση εντός τριών ετών. Εξηγείται η φύση της αναστολής στις εφεσίβλητες και εφίσταται η προσοχή τους στον όρο της αναστολής. Οι χρηματικές ποινές να καταβληθούν αμέσως».

Leave a Reply